Κείμενα ἐξομολογητικά καί λογοτεχνικά. Αὐστηρῶς ἐπιλεγμένη κοσμική καί θρησκευτική ποίηση. ῎Αρθρα καί μελέτες γιά τήν ποίηση καί τή λογοτεχνία.
Σάββατο 12 Ιουνίου 2010
᾿Εραστής, ὄχι σύζυγος τῆς ποίησης ῾Ο Μανόλης ᾿Αναγνωστάκης τοῦ ὑψηλοῦ ἤθους- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν και παραμένει από τους αγαπημένους μου -όχι μόνο ως ποιητής, αλλά και ως άνθρωπος υψηλού, υποδειγματικού, διακριτικού ήθους.
Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά, παρά τυπικά - μια σύντομη κουβέντα στο πόδι, δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο κι ένα πεζογράφημά του, «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης - Η ζωή και το έργο του», με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Ως εκ τούτου, δεν είχα την ευχέρεια να του πάρω μια συνέντευξη, που πολύ θα το ήθελα, ώστε να έχω και μια προσωπική μαρτυρία στο παρόν πόνημα. Στον ίδιο άλλωστε δεν άρεσαν οι συνεντεύξεις. Ελάχιστες -και σε δυο απ' αυτές θα αρπαχτώ πιο κάτω, μια και τις ημέρες αυτές (23 Ιουνίου) συμπληρώνονται πέντε χρόνια (2005) από τότε που έφυγε από τη ζωή, στα 80 του.
Του μεστού ολίγου
Δεν τον γνώρισα λοιπόν όπως θα ήθελα. Εχω όμως τα βιβλία του, τα ολίγα αλλά πλήρη μεστού περιεχομένου ποιήματα, στα οποία συχνά-πυκνά ανατρέχω, το προαναφερόμενο πεζογράφημα, τα κριτικά του δοκίμια, μαζί με κάποια περιοδικά αφιερώματα. Και ακόμα τα μελοποιημένα ποιήματά του, κυρίως τα «Μιλώ» και «Χάρης 1944» από τον Μίκη Θεοδωράκη (σε δυο εκτελέσεις το πρώτο - με τον ίδιο και τη Φαραντούρη, που τραγουδάει και το δεύτερο), μαζί με τις «Μπαλάντες» (με Πανδή και Ζορμπαλά).
Γνωστά λίγο-πολύ ο βίος και το έργο του. Γενέτειρά του η Θεσσαλονίκη, γιατρός - ακτινολόγος το επάγγελμά του, αγωνιστής στην Εθνική Αντίσταση, φυλακή και καταδίκη σε θάνατο το τίμημα, αρχισυντάκτης κι εκδότης περιοδικών, μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δώδεκα κειμένων» στη χούντα, στρατευμένος (δικός του χαρακτηρισμός) σε μια Αριστερά που του επέτρεπε να εκφράζεται ελεύθερα (υπήρξε και υποψήφιος βουλευτής), σιωπηλός εκεί που εκτιμούσε ότι η σιωπή ήταν περισσότερο εύγλωττη («θα μας λείψει όσο και η σιωπή του», είχε δηλώσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας). Ευτυχώς η πολιτεία, στα τελευταία του, τον τίμησε όπως του άξιζε -αν και σπουδαιότερη τιμή παραμένει η αποδοχή του από το κοινό.
Και περνάω σε μερικά αποσπάσματα από τις δύο συνεντεύξεις που προανέφερα:
Η ελευθερία του
Από τη συνέντευξη στη Φανή Πετραλιά και τον Γιώργο Λιάνη («Τα Νέα», 15.9.1976 -και στο βιβλίο του δεύτερου «Ανταποκρίσεις από τη λογοτεχνία», εκδ. Α. Α. Λιβάνη, 2005):
* «Εχω αποτύχει και σαν επιστήμονας και σαν επαγγελματίας. Ο,τι έκανα στη ζωή μου το έκανα με τίμημα να κερδίσω την προσωπική μου ελευθερία. Την προσωπική μου ελευθερία, που τελικά είναι η πολιτική μου ελευθερία».
* «Για μένα η ποίηση δεν είναι επάγγελμα. Δεν είναι ζήτημα καθημερινής απασχόλησης. Μέσα σε τριάντα πέντε χρόνια έχω γράψει ογδόντα πέντε ποιήματα και δεν έχω ποιήματα ανέκδοτα [...] Εμένα, προσωπικά, η ποίηση δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Κάποτε τη θεωρούσα κάτι το πολύ σημαντικό. Τώρα τη θεωρώ υπόθεση ξεπερασμένη [...] Θεωρώ τον εαυτό μου κάποιον που έχει γράψει ποιήματα».
* «Υπήρξα, από ένα σημείο και πέρα, για πολλά χρόνια, αντίθετος των κομματικών κατεστημένων και είχα απόψεις που τις έλεγα. Αλλά αυτό γινόταν πάντα μέσα στα πλαίσια της Αριστεράς [...] Το Κομμουνιστικό Κόμμα Εσωτερικού μου δίνει δυνατότητα για να εκφράσω τις απόψεις μου». (Πιο κάτω πάντως θα πει: «τελική επιδίωξή μου είναι η ενότητα της Αριστεράς»)
Από την εκτενή συνέντευξη στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο («η λέξη», Γενάρης 1982 -και στο βιβλίο τους «Σε δεύτερο πρόσωπο - Συνομιλίες με 50 συγγραφείς και καλλιτέχνες», εκδ. Καστανιώτη, 1999):
* «Φαίνεται ότι υπήρξα κάποτε θερμός εραστής της ποίησης, αλλά δεν δέχτηκα να την παντρευτώ».
* «Η Κατοχή είναι ένας πολύχρωμος πίνακας όπου το μαύρο δένει παράδοξα αρμονικά με το κόκκινο, με το γαλάζιο, με όλα τα χρώματα της ίριδας. Το χρώμα του Εμφύλιου είναι μαύρο, ένα απέραντο απ' άκρη σ' άκρη μαύρο κι η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά».
Θα κλείσω με τους πρώτους στίχους του πολύ γνωστού ποιήματός του «Επιτύμβιο»:
«Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός,/ Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης./ Τριάντα στεφάνια σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,/ Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες./ Α, ρε Λαυρέντη, εγώ μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν»...
Με την -περιττή βέβαια- επισήμανση ότι ο βίος και το έργο τού ποιητή υπήρξαν διαμετρικά αντίθετα από το μνημονευόμενο κάθαρμα. «Ημασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι» -ο δικός του στίχος από το «Χάρης 1944», που εκτιμώ ότι του ταιριάζει. *
Πηγή:http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=171969
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου