Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

῎Εφυγες…





῎Εφυγες…


Θέλησες  ἐλεύθερα νά πετάξεις
Καί κάποιοι σοῦ κόψαν τά φτερά.
Οἱ λέξεις βάφτηκαν κόκκινες
Καί πνίγηκαν πρωτοῦ νά γίνουν προτάσεις


῾Η κραυγή τοῦ σκοτωμοῦ σου
ἑνώθηκε μέ τήν κραυγή τῆς ἀπόγνωσης
καή ἡ φωνή τοῦ παιδιοῦ σου
ἀπ’ τά σπλάγχνα
ἔστειλε μιά προσευχή

Βουβές φιγοῦρες ἐμεῖς
Προσπαθοῦμε ν᾿  ἀκούσουμε τή σιωπή σου
Δέν χρειάζεται νά φωνάξεις
ἔγραψες χιλιάδες λέξεις με το αἷμα σου

 ᾿Ελάσσων

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

῾Ο Βωμός Τῆς Πατρίδος - ᾿Ανδρέου Κάλβου





῾Ηλιοβασίλεμα στή Μάνη





 




Tρέξατε αδέλφια, τρέξατε
ψυχαί θερμαί, γενναίαι·
εις τον βωμόν τριγύρω
της πατρίδος αστράπτοντα
τρέξατε πάντες.

 

Ας παύσωσ' η διχόνοιαι
που ρίχνουσι τα έθνη
τυφλά, υπό τα σκληρότατα
ονύχια των αγρύπνων
δολίων τυράννων.

 

Tρέξατ' εδώ· συμφώνως
τους χορούς ας συμπλέξωμεν,
προσφέρων ο καθένας
λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον,
εις την πατρίδα.

 

Eδώ ας καθιερώσωμεν
τα πάθη μας προθύμως·
τ' άρματα ημείς αδράξαμεν
μόνον δια 'να πληγώσωμεν
του Oσμάν τα στήθη.

 


Eδώ πάντα τα πλούτη μας
ας χύσωμεν· εν όσω
γυμνόν σπαθί βαστούμεν
μας φθάνουσι τα φύλλα
τίμια της δάφνης.

 


Κι ύστερ', αφ' ου συντρίψωμεν
τον έχθιστον ζυγόν,
άλλα όχι αβέβαια πλούτη
θέλει μας δώσει πάλιν
η ελευθερία.

 
Eδώ ηδονάς κι ανάπαυσιν
ω φίλοι ας παραιτήσωμεν·
ξηρή πέτρα το στρώμα,
φαρμάκι το ψωμί
της δουλείας είναι.

 


Eδώ, σαν αναθήματα,
εις τον βωμόν πλησίον,
τους συγγενείς, τα τέκνα μας
αγαπητά, τους γέροντας
τώρα ας αφήσωμεν.

 


Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν
εις άνδρας που τρομάζουν
έμπροσθεν εις ανόητον
βάρβαρον σκήπτρον.

 


Oύτε η ζωή δεν πρέπει.
Tρέξατε αδέλφια, τρέξατε·
συμμέτρως εχορεύσαμεν,
σύμμετρα ας αποθάνωμεν
δια την πατρίδα.
                                              

Δημοσίευση σχολίου


Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ...- Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)



Μια νύχτα, το φεγγάρι καθώς έγερνε
φθαρμένο απ΄τις αγρύπνιες κι απ΄τους κόπους,
μού μίλησε, την ώρα που βασίλευε,
για μαγεμένους, άλλους τόπους.

Έτσι λαμπρούς κι ωραίους μού τους παράστησε,
και θέλγητρα και θαύματα γιομάτους,
μονάχα που δεν είπε το πού βρίσκονται,
- μήτε το μέρος, μήτε τ΄όνομά τους...

Και μ΄έκανε και πίστεψα στα λόγια του,
και κάποια ελπίδα μού έλουσε τη σκέψη,
γιατί η καρδιά μου, δίχως πίστη κ΄έρημη,
λαχταρούσε σε κάτι να πιστέψη...

Μα εκείνο, το πικρό του ψέμμα νιώθοντας,
και βλέποντάς με τόσο να επιμένω,
να μάθω πού τους είδες, - χλωμά γέλασε,
και χάθηκε, βαρύ και λυπημένο...





ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Λεπταίσθητος, μα και τραγικός μαζί ποιητής, που έδωσε ο ίδιος τέλος στην υπαρξιακή αγωνία του, μια βραδιά του 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση. Γεννήθηκε στην Αθήνα κι ήταν γιός του στρατηγού Λεωνίδα Λαπαθιώτη, ενώ η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρ.Τρικούπη. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν άσκησε την επιστήμη του, ούτε άλλο επάγγελμα. Από μαθητής ακόμη δημοσίευε ποιήματά του στη "Διάπλαση των Παίδων" κι αργότερα στο περιοδικό "Ηγησώ". Ωστόσο η μόρφωσή του ήταν πλατιά και μεγάλη όπως και η ευαισθησία του. Η μοναδική ποιητική συλλογή του "Ποιήματα" εκδόθηκε στα 1939. Η οικογενειακή του περιουσία τού επέτρεπε να ζει σαν τους μποέμ ποιητές της Ευρώπης, που θαυμάζε.

Πηγή: http://poetry-poets.blogspot.com

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Τῆς ῾Αγια-Σοφιᾶς (Δημοτικό τραγούδι)

Της Αγια-Σοφιάς

Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".



Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ- Αὐτεπίστροφον





Έτσι. Μέρες ξεραίνονται. Και νύχτες κιτρινίζουν.
Η μουσική που σου ’λαχε φέρνει κάτι πουλιά
πνιγμένα. Κι αν στο χέρι σου ανθεί νεκρή τους η λαλιά
στο αίμα βόσκει αντίλαλος κι οι αρμοί σου βρύσες λύνουν.


Μαζεύεις χώμα στη φωνή. Πικρό νερό στα χείλη.
Με τη φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Με την ανάσα που σκιρτά σαν φλόγα στο καντήλι
ποια τη χωνεύουν χώματα, ποια τη βαστούν νερά.


Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μες στις λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ’ άπατα του χαρτιού.
Θα μείνει πέτρα ασήκωτη, το σίδερο θα δέσει
θα στάξει κόμπους η σκουριά στο λύχνο του ματιού.

Λατομείο, 2002

ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΕΙΑ -Γ. Ρούσσου







Συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
Στιχουργός: Γ. Ρούσσος

Θάλασσα πλατειά
σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθειά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
την καρδιά μου την μικρούλα την πλατειά

Όνειρα τρελλά
που πετούν στο κύμα πάνω
φτάνουν στην καρδιά
και τα νιάτα μας ξυπνάμε
όνειρα πλατειά
και οι πόθοι φτερουγίζουν σαν πουλιά

Έχω ένα καϋμό
που με τρώει γλυκά και με λιώνει
έχω ένα καϋμό
θά 'ρθω να στον πώ
αδελφή μου εσύ θάλασσα που σ' αγαπώ

Κύματα πουλιά
στα ταξίδια σας που πάτε
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι από εκεί μακρυά
να μου φέρετε κι εμένα τη χαρά



Τό τραγούδι ἀπό τήν ταινία "Μανταλένα"(1961)

 

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Τό τελευταῖο βράδυ μου-στίχοι Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου



Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου
Άλλες ερμηνείες: Στέλιος Καζαντζίδης


Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
Κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ' τη ζωή
Όλους τους συγχωρνάω

Όλα είναι ένα ψέμα

μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Εκεί που πάω δεν περνά

το δάκρυ και ο πόνος
Τα βάσανα και οι καημοί,
εδώ θα μείνουν στη ζωή
Κι εγώ θα φύγω μόνος

Όλα είναι ένα ψέμα

μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Δυο πόρτες έχει η ζωή,

άνοιξα μια και μπήκα
Σεργιάνισα ένα πρωινό,
κι ώσπου να 'ρθει το δειλινό
Από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα

μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή







Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Εἶναι ψυχές...Ναπολέων Λαπαθιώτης


Είναι ψυχές πλασμένες από μάρμαρο
κι άλλες από χαμόγελο, είτε πόνο,
–κι είναι και μια πλασμένη από τριαντάφυλλα,
όμως, εκείνη, δεν τη φανερώνω!

Πόσο η καρδιά μου θα
’τρεμε, αν την έλεγα!
Βάνω μια κλειδαριά γερή στο στόμα!
Τόσοι σοφοί που βρίσκονται τριγύρω μου
και δεν τη μάντεψε κανείς, ακόμα;…

Είναι ψυχές πλασμένες από κρύσταλλο

κι άλλες ψυχές με κλάματα έχουν γίνει.
– κι είναι και μια πλασμένη από ροδόσταμο·
μα δε θα σας την πω, ποτέ μου, εκείνη!

Όρκο έβαλα να μην την πω, ως τον τάφο μου,

μα πάλι... ποιος ξέρει... –καμιάν ώρα...
Κάτι μου καίει τα χείλη μου! Καλύτερα
να κλείσω το τραγούδι μ
ου από τώρα...

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Γκράφιτι: ἡ κουλτούρα τοῦ δρόμου




Τα γκράφιτι θεωρούνται κατώτερο είδος τέχνης, ίσως το πιο ευτελές. Όμως, η πραγματικότητα διαψεύδει. Απλώς υπάρχουν κάποιοι που ζωγραφίζουν τους τοίχους. Αυτοί είναι για τους δημιουργούς γκράφιτι ότι για τους άλλους ζωγράφους το καβαλέτο. Προφανώς γι αυτό ονομάζεται «η κουλτούρα του δρόμου ή τέχνη του», χωρίς να είναι κάτι υποτιμητικό, όταν φυσικά υπάρχει σ αυτό κάποια τεχνοτροπία ή κάποιο στυλ γιατί τότε, βασικά, υπάρχει τέχνη.
Η σχέση των γκράφιτι με την ιστορία βαίνει παράλληλα γιατί συναντούν τα γεγονότα του σύγχρονου κόσμου , του τώρα. Δεν είναι το είδος της τέχνης που αντλεί έμπνευση από γεγονότα του παρελθόντος. Αλληλεπιδρά με τα γεγονότα του παρόντος. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι πως το τείχος της Παλαιστίνης αποτελεί από τους καλύτερους προορισμούς γι αυτούς που κάνουν γκράφιτι.
Για τον Banksy, τον πιο δημοφιλή δημιουργό γκράφιτι στον κόσμο, τα γκράφιτι, που σχεδιάζει με στένσιλ ώστε να μην του παίρνει πολλή ώρα, θεωρεί πως είναι «το εντιμότερο είδος τέχνης. Δεν απευθύνονται ούτε στην ελίτ, ούτε παραπλανούν, αλλά εκτίθενται σε μερικούς από τους καλύτερους τοίχους της πόλης».
Το θέμα είναι πως τα γκράφιτι πρέπει να παίρνονται στα σοβαρά από αυτούς που σχεδιάζονται ώστε να θεωρηθούν «great art» από αυτούς που τα βλέπουν.
Ο Banksy δημιουργεί με στόχο την προάσπιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ειρήνης , της δικαιοσύνης.
Δεν αποτελούν τα έργα του άσκοπη χρήση χρωμάτων σε τοίχους που θα ξαναβαφτούν, αλλά δημιουργεί και συμβάλλει σ αυτό που ονομάζεται «κουλτούρα του δρόμου».
Εξάλλου κατ αυτόν γιατί κάποιος να ζωγραφίζει την εικόνα ενός επαναστάτη τη στιγμή που μπορεί να δράσει ως επαναστάτης?
Ήταν συμπέρασμά του όταν ζωγράφισε έξι διαφορετικές αφίσες του Τσε Γκεβάρα δείχνοντας να λιώνει το πρόσωπό του από την πρώτη ως την έκτη.
Σχόλιο για τον φαύλο κύκλο που δημιουργείται μέσω της συνεχόμενης ανακύκλωσης μιας εικόνας.
(www.banksy.co.uk.)
http://foititikospalmos.blogspot.com (ἀναδημοσίευση) Φωτεινή Φ.


ΤΑ ΚΡΑΦΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ....

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ-Ζαχαρία Παπαντωνίου




Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ

Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.



Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;

Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!

Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!