Της Αγια-Σοφιάς Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης, κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες. Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας, φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα: "Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια, παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει. Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια° το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας, μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν". Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες. "Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι". |
Κείμενα ἐξομολογητικά καί λογοτεχνικά. Αὐστηρῶς ἐπιλεγμένη κοσμική καί θρησκευτική ποίηση. ῎Αρθρα καί μελέτες γιά τήν ποίηση καί τή λογοτεχνία.
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Τῆς ῾Αγια-Σοφιᾶς (Δημοτικό τραγούδι)
Ετικέτες
῾Αγια-Σοφιά,
Κωνσταντινουπολη,
Πόλη
Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ- Αὐτεπίστροφον
Έτσι. Μέρες ξεραίνονται. Και νύχτες κιτρινίζουν.
Η μουσική που σου ’λαχε φέρνει κάτι πουλιά
πνιγμένα. Κι αν στο χέρι σου ανθεί νεκρή τους η λαλιά
στο αίμα βόσκει αντίλαλος κι οι αρμοί σου βρύσες λύνουν.
Μαζεύεις χώμα στη φωνή. Πικρό νερό στα χείλη.
Με τη φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Με την ανάσα που σκιρτά σαν φλόγα στο καντήλι
ποια τη χωνεύουν χώματα, ποια τη βαστούν νερά.
Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μες στις λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ’ άπατα του χαρτιού.
Θα μείνει πέτρα ασήκωτη, το σίδερο θα δέσει
θα στάξει κόμπους η σκουριά στο λύχνο του ματιού.
Λατομείο, 2002
Ετικέτες
Αὐτεπίστροφον (ποίημα),
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΕΙΑ -Γ. Ρούσσου
Συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
Στιχουργός: Γ. Ρούσσος
Θάλασσα πλατειά
σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθειά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
την καρδιά μου την μικρούλα την πλατειά
Όνειρα τρελλά
που πετούν στο κύμα πάνω
φτάνουν στην καρδιά
και τα νιάτα μας ξυπνάμε
όνειρα πλατειά
και οι πόθοι φτερουγίζουν σαν πουλιά
Έχω ένα καϋμό
που με τρώει γλυκά και με λιώνει
έχω ένα καϋμό
θά 'ρθω να στον πώ
αδελφή μου εσύ θάλασσα που σ' αγαπώ
Κύματα πουλιά
στα ταξίδια σας που πάτε
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι από εκεί μακρυά
να μου φέρετε κι εμένα τη χαράΤό τραγούδι ἀπό τήν ταινία "Μανταλένα"(1961)
Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
Τό τελευταῖο βράδυ μου-στίχοι Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου
Άλλες ερμηνείες: Στέλιος Καζαντζίδης
Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
Κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ' τη ζωή
Όλους τους συγχωρνάω
Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή
Εκεί που πάω δεν περνά
το δάκρυ και ο πόνος
Τα βάσανα και οι καημοί,
εδώ θα μείνουν στη ζωή
Κι εγώ θα φύγω μόνος
Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή
Δυο πόρτες έχει η ζωή,
άνοιξα μια και μπήκα
Σεργιάνισα ένα πρωινό,
κι ώσπου να 'ρθει το δειλινό
Από την άλλη βγήκα
Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
Σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή
Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
Εἶναι ψυχές...Ναπολέων Λαπαθιώτης
Είναι ψυχές πλασμένες από μάρμαρο
κι άλλες από χαμόγελο, είτε πόνο,
–κι είναι και μια πλασμένη από τριαντάφυλλα,
όμως, εκείνη, δεν τη φανερώνω!
Πόσο η καρδιά μου θα ’τρεμε, αν την έλεγα!
Βάνω μια κλειδαριά γερή στο στόμα!
Τόσοι σοφοί που βρίσκονται τριγύρω μου
και δεν τη μάντεψε κανείς, ακόμα;…
Είναι ψυχές πλασμένες από κρύσταλλο
κι άλλες ψυχές με κλάματα έχουν γίνει.
– κι είναι και μια πλασμένη από ροδόσταμο·
μα δε θα σας την πω, ποτέ μου, εκείνη!
Όρκο έβαλα να μην την πω, ως τον τάφο μου,
μα πάλι... ποιος ξέρει... –καμιάν ώρα...
Κάτι μου καίει τα χείλη μου! Καλύτερα
να κλείσω το τραγούδι μ ου από τώρα...
κι άλλες από χαμόγελο, είτε πόνο,
–κι είναι και μια πλασμένη από τριαντάφυλλα,
όμως, εκείνη, δεν τη φανερώνω!
Πόσο η καρδιά μου θα ’τρεμε, αν την έλεγα!
Βάνω μια κλειδαριά γερή στο στόμα!
Τόσοι σοφοί που βρίσκονται τριγύρω μου
και δεν τη μάντεψε κανείς, ακόμα;…
Είναι ψυχές πλασμένες από κρύσταλλο
κι άλλες ψυχές με κλάματα έχουν γίνει.
– κι είναι και μια πλασμένη από ροδόσταμο·
μα δε θα σας την πω, ποτέ μου, εκείνη!
Όρκο έβαλα να μην την πω, ως τον τάφο μου,
μα πάλι... ποιος ξέρει... –καμιάν ώρα...
Κάτι μου καίει τα χείλη μου! Καλύτερα
να κλείσω το τραγούδι μ ου από τώρα...
Ετικέτες
Εἶναι ψυχές...(ποίημα),
Ναπολέων Λαπαθιώτης,
ποίηση
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Γκράφιτι: ἡ κουλτούρα τοῦ δρόμου
Τα γκράφιτι θεωρούνται κατώτερο είδος τέχνης, ίσως το πιο ευτελές. Όμως, η πραγματικότητα διαψεύδει. Απλώς υπάρχουν κάποιοι που ζωγραφίζουν τους τοίχους. Αυτοί είναι για τους δημιουργούς γκράφιτι ότι για τους άλλους ζωγράφους το καβαλέτο. Προφανώς γι αυτό ονομάζεται «η κουλτούρα του δρόμου ή τέχνη του», χωρίς να είναι κάτι υποτιμητικό, όταν φυσικά υπάρχει σ αυτό κάποια τεχνοτροπία ή κάποιο στυλ γιατί τότε, βασικά, υπάρχει τέχνη.
Η σχέση των γκράφιτι με την ιστορία βαίνει παράλληλα γιατί συναντούν τα γεγονότα του σύγχρονου κόσμου , του τώρα. Δεν είναι το είδος της τέχνης που αντλεί έμπνευση από γεγονότα του παρελθόντος. Αλληλεπιδρά με τα γεγονότα του παρόντος. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι πως το τείχος της Παλαιστίνης αποτελεί από τους καλύτερους προορισμούς γι αυτούς που κάνουν γκράφιτι.
Για τον Banksy, τον πιο δημοφιλή δημιουργό γκράφιτι στον κόσμο, τα γκράφιτι, που σχεδιάζει με στένσιλ ώστε να μην του παίρνει πολλή ώρα, θεωρεί πως είναι «το εντιμότερο είδος τέχνης. Δεν απευθύνονται ούτε στην ελίτ, ούτε παραπλανούν, αλλά εκτίθενται σε μερικούς από τους καλύτερους τοίχους της πόλης».
Το θέμα είναι πως τα γκράφιτι πρέπει να παίρνονται στα σοβαρά από αυτούς που σχεδιάζονται ώστε να θεωρηθούν «great art» από αυτούς που τα βλέπουν.
Ο Banksy δημιουργεί με στόχο την προάσπιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ειρήνης , της δικαιοσύνης.
Δεν αποτελούν τα έργα του άσκοπη χρήση χρωμάτων σε τοίχους που θα ξαναβαφτούν, αλλά δημιουργεί και συμβάλλει σ αυτό που ονομάζεται «κουλτούρα του δρόμου».
Εξάλλου κατ αυτόν γιατί κάποιος να ζωγραφίζει την εικόνα ενός επαναστάτη τη στιγμή που μπορεί να δράσει ως επαναστάτης?
Ήταν συμπέρασμά του όταν ζωγράφισε έξι διαφορετικές αφίσες του Τσε Γκεβάρα δείχνοντας να λιώνει το πρόσωπό του από την πρώτη ως την έκτη.
Σχόλιο για τον φαύλο κύκλο που δημιουργείται μέσω της συνεχόμενης ανακύκλωσης μιας εικόνας.
(www.banksy.co.uk.)
http://foititikospalmos.blogspot.com (ἀναδημοσίευση) Φωτεινή Φ.
ΤΑ ΚΡΑΦΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ....
Ετικέτες
Γκράφιτι,
ἡ κουλτούρα τοῦ δρόμου
Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ-Ζαχαρία Παπαντωνίου
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ
Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.
Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;
Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!
Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ
Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.
Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;
Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!
Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Ετικέτες
῞Αγιον ῎Ορος,
Βατοπεδίου Μονή,
Ζαχαρίας Παπαντωνίου,
λογοτεχνία
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
Χτύπα τρεις φορές
κι αν κανείς δε σου μιλήσει,
χτύπα τρεις φορές
κι αν κανένας δε φανεί,
έλα να με βρεις
στου παράδεισου τη βρύση,
έλα για ν' ακούσεις
της καρδιάς μου τη φωνή.
Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.
Ψάξε να με βρεις
κάπου στη Μακεδονία,
ψάξε να με βρεις
κάπου στη Χαλκιδική
κι αν δεν είμ' εκεί
μη σε πιάνει αγωνία,
ψάξε πάλι αγάπη μου
την άλλη Κυριακή.
Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.
Πηγή:http://klision.blogspot.com
Αν δεν μού 'δινες ποίηση Κύριε - Νικηφόρος Βρεττάκος
Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ' ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι' ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ' ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι' ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ' ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἄθῆναι 2000.
Πετραδάκι- πετραδάκι- Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου (τραγούδι- video)
Λίγα Λόγια γιά τήν Εὐτυχία Παπαγιαννοπούλου
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή.
Ζώντας μια έντονη και περιπετειώδη ζωή, στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
- Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά σε μουσική Τσιτσάνη,
- Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,
- Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
- Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό σε μουσική Καλδάρα,
- Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπακάλη,
- Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη, * Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη είναι το Για μια γυναίκα χάθηκα (HMV ΑΟ-2984), που γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ με παραγγελία του είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι Τα καβουράκια (ODEON GA-7663) του οποίου την τελική διαμόρφωση των στίχων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είχε ο Τσιτσάνης.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο τρομακτικό ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)Πετραδάκι-πετραδάκι
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Μενιδιάτης & Άννυ Λιαροπούλου ( Ντουέτο )
Άλλες ερμηνείες: Νίκος Ξανθόπουλος
Πετραδάκι-πετραδάκι
για τα σένα το 'χτισα
της αγάπης το τσαρδάκι
κι όμως δε σ' απόχτησα.
Τα ψηλά τα σκαλοπάτια
όσες τ' ανεβήκανε
βρήκαν πλούτη, μεγαλεία
μα καρδιά δε βρήκανε.
Για μια πλούσια αγάπη
τη δική μου πρόδωσες
και το ταπεινό τσαρδί μου
μου το περιφρόνησες.
Φλόγες άναψα ένα βράδυ
το τσαρδάκι το 'καψα
κι ύστερα πάνω στη στάχτη
μοναχός μου έκλαψα.ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ - Κώστα Καρυωτάκη
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Ετικέτες
Καρυωτάκης Κώστας,
ποίηση,
ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ (ποίημα)
Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
"῎Εχουμε ὄλοι βολευτεῖ, ὅλοι φοβόμαστε νά θυσιάσουμε κάτι ἀπό τήν ἀποχαυνωμένη καί βολεμένη ζωή μας...
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ:"ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ"
«Δεν είμαστε οι βολεμένοι νέοι του i-Ρod, του Facebook και της καλοπέρασης.Δεν θέλουμε όμως να είμαστε ούτε η “αξιολύπητη γενιά των 700 ευρώ”, όπως μας ονομάζουν.Και σ΄ αυτή την προσπάθεια δεν θέλουμε να είμαστε μόνοι μας». Με ειλικρίνεια και αμεσότητα, οι μαθητές της Σχολής Μωραΐτη απευθύνουν έκκληση προς την ελληνική κοινωνία να σταματήσει να «σκοτώνει» τους νέους - « είτε με μία σφαίρα του κρατικού μηχανισμούείτε με την καθημερινή αδιαφορία». Το κείμενό τους, που συντάχθηκε από το Κεντρικό Κοινοτικό Συμβούλιο του Λυκείου ύστερα από διεξαγωγή συζητήσεων σε όλες τις τάξεις του σχολείου, δεν θυμίζει ούτε οργισμένες άναρθρες κραυγές ούτε ξύλινο συνδικαλιστικό λόγο. Με ύφος απλό και μεστό, οι συμμαθητές του αδικοχαμένου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δείχνουν να αντιλαμβάνονται πλήρως τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, παρά το νεαρό της ηλικίας τους. Και έτσι ξεκινούν με μια τραγική παραδοχή: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν- και οικονομικά και ηθικά».Οι νεαροί μαθητές δεν ξεχνούν τον άδικο θάνατο του συνομηλίκου τους, ούτε σταματούν να ρωτούν τα «γιατί που πονάνε» και σχετίζονται όχι μόνο με την άδικη δολοφονία του συμμαθητή τους, αλλά και με τη γενικότερη κατάσταση της χώρας μας. «Κανείς δεν μιλάει, κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Οπως τότε, πριν από ενάμιση χρόνο, όταν κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο τον λόγο που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας...Ή όπως και σήμερα, που κανείς δεν τολμά να εξηγήσει στη νέα γενιά τον λόγο που δεν μπορεί να ελπίζει» αναφέρουν χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η κοινωνία μοιάζει να έχει ξεχάσει εντελώς τη νεολαία. Και όταν αυτή η παραγκωνισμένη νεολαία βγήκε οργισμένη στους δρόμους τον Δεκέμβριο του 2008, κατάφερε να ταρακουνήσει και να προκαλέσει, μάλλον επειδή «κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα αναγκαστούν να απαρνηθούν τη βολική καθημερινότητα, επειδή οι “επαναστάτες χωρίς αιτία” (ένας χαρακτηρισμός που τόσο αβίαστα μας προσάπτουν) ξύπνησαν, απέκτησαν αιτία να διαμαρτυρηθούν».
Στον χαρακτηρισμό «επαναστάτες χωρίς αιτία» οι μαθητές απαντούν με ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στις συνθήκες που καταπνίγουν τη δημιουργική συμμετοχή των νέων στα κοινωνικά δρώμενα, κυρίως εκείνες που επικρατούν στην Παιδεία. Με τις πανελλαδικές εξετάσεις να έχουν γίνει αυτοσκοπός, την παραπαιδεία να έχει αναδειχθεί βασικός εκπαιδευτικός μοχλός και τις ιδιαίτερες κλίσεις των μαθητών να περιθωριοποιούνται, η εκπαίδευση έχει μετατραπεί «σε εμπορικό προϊόν που θεμελιώνει με κάθε ευκαιρία τις κοινωνικές ανισότητες». Τα βέλη τους στρέφουν άλλωστε και προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: «Οι μεταποιημένες πληροφορίες, η χειραγωγούμενη ενημέρωση και η καλλιέργεια του αισθήματος φόβου το μόνο που κατορθώνουν είναι να απωθούν εμάς, τη νέα γενιά» σημειώνουν, τονίζοντας ότι το μόνο που ζητούν είναι αξιοπρέπεια και σεβασμό στον δέκτη της ενημέρωσης.
«Εσείς φταίτε» είναι μια φράση συχνή στα στόματα των νέων- με το «εσείς» να αναφέρεται στους γονείς, στους δασκάλους, στους «μεγάλους», στους πολιτικούς, σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Ωστόσο οι συμμαθητές του νεκρού Αλέξανδρου κατορθώνουν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα και αναγνωρίζουν ότι πίσω από τα προβλήματα δεν κρύβεται ένας αόρατος φταίχτης, αλλά όλοι εμείς. « Εμείς οι ίδιοι και ο παθολογικός μεσσιανισμός που μας καταδιώκει... Εχουμε όλοι βολευτεί, όλοι φοβόμαστε να θυσιάσουμε κάτι από την αποχαυνωμένη και βολεμένη ζωή μας» γράφουν.
Το απρόσωπο κράτος οι μαθητές το αντικαθιστούν με το δικό τους όνειρο: μια κοινωνία «που δεν είναι ανταγωνιστική αλλά συναγωνιστική,δεν είναι βίαιη αλλά ειρηνική, δεν είναι ωφελιμιστική αλλά συλλογική». Και γνωρίζουν καλά ότι μια τέτοια κοινωνία δεν χτίζεται μόνο από τους νέους (όσο ορμητικοί και αν είναι) και γι΄ αυτό δεν επιδιώκουν να «ανατρέψουν το σύστημα», απλώς ζητούν τον σεβασμό των μεγαλύτερων γενεών. «Η απόρριψη μας πληγώνει. Μας καθηλώνει, γιατί χωρίς συνεργασία δεν μπορούμε να πάμε μακριά.Ας σταματήσουν λοιπόνπια οι “μεγάλοι” (και πιθανότατα συμβιβασμένοι) να μας καταδικάζουν και ας κάνουμε επιτέλους ένα βήμα προς την ουσιαστική πρόοδο». Και καταλήγουν, απλώνοντας το χέρι: « Εμείς σας σεβόμαστε,σας ακούμε, είμαστε πρόθυμοι. Εσείς;».
ΠΡΕΖΑ TV
13-6-2010
Ετικέτες
ἀξίες,
βόλεμα,
γονεῖς,
ἐξουσίας,
νέοι,
οἰκονομική κρίση,
συμβιβασμός
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)