῎Εφυγες…
Θέλησες ἐλεύθερα νά πετάξεις
Καί κάποιοι σοῦ κόψαν τά φτερά.
Οἱ λέξεις βάφτηκαν κόκκινες
Καί πνίγηκαν πρωτοῦ νά γίνουν προτάσεις
῾Η κραυγή τοῦ σκοτωμοῦ σου
ἑνώθηκε μέ τήν κραυγή τῆς ἀπόγνωσης
καή ἡ φωνή τοῦ παιδιοῦ σου
ἀπ’ τά σπλάγχνα
ἔστειλε μιά προσευχή
Βουβές φιγοῦρες ἐμεῖς
Προσπαθοῦμε ν᾿ ἀκούσουμε τή σιωπή σου
Δέν χρειάζεται νά φωνάξεις
ἔγραψες χιλιάδες λέξεις με το αἷμα σου